- χαλκοκέραυνος
- -ον, Α(ως προσωνυμία λίμνης) αυτός που απαστράπτει σαν τον χαλκό ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πληγεί από κεραυνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + κεραυνός (πρβλ. τερπι-κέραυνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκοκέραυνον — χαλκοκέραυνος gleaming like copper masc/fem acc sg χαλκοκέραυνος gleaming like copper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek